- ἶερόστεπτος
- ἶερό-στεπτος, zu heiligem Gebrauche geflochten, κλάδοι, die Zweige der Schutzflehenden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ιερόστεπτος — ἱερόστεπτος, ον (Α) αυτός που έχει πλεχτεί για ιερή χρήση («ἱεροστέπτοισι [αλλά και δ. γρφ. ἐριοστέπτοισι] κλάδοισιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + στεπτος (< στεπτός < στέφω), πρβλ. εριό στεπτος, πιτύ στεπτος] … Dictionary of Greek
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek